- ευάζω
- εὐάζω και εὐιάζω (Α)κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχουκαι το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. -άζω. Κοινής προελεύσεως και το επίθ. εύιος (εύα + κατάλ. -ιος). Συνδέεται πιθ. με το λατ. ονο «αγάλλομαι, πανηγυρίζω», εκτός αν το τελευταίο αποτελεί δάνειο της Λατινικής από την Ελληνική].ΠΑΡ. ευάσματα, ευασμός, ευαστήρ, ευαστής.ΣΥΝΘ. ανευάζω, επευάζω, εφευάζω.
Dictionary of Greek. 2013.